- πολιτεία
- η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι]1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν.β. «πολιτεία ἐστὶ τάξις ταῑς πόλεσιν ἡ περὶ τὰς ἀρχάς», Αριστοτ.)γ) η ίδια η πολιτική κοινότητα, που νοείται ως σύνολο πολιτώνδ) τα πολιτικά δικαιώματα2. (κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) διοικητική περιοχή μιας πόλης3. ως κύριο όν. Πολιτείατίτλος διαλόγου τού Πλάτωνος από 10 βιβλία ο οποίος φέρει τον υπότιτλο «Περί δικαίου, πολιτικός» και ο οποίος αναφέρεται στον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να οργανωθεί η πόλη προκειμένου να εξασφαλίσει την ευδαιμονία τού ανθρώπου4. φρ. «Πολιτεία τού Θεού» — ένα από τα αξιολογότερα έργα τού ιερού Αυγουστίνουνεοελλ.1. οργανωμένος σε διάρκεια μόνιμος λαός σε ορισμένη εδαφική περιοχή, υπό ενιαία πολιτική εξουσία εξ ιδίου Δικαίου, το κράτος2. πόλη (α. «τρισκότεινοι ουρανοί πάνω απ' την πολιτεία την κοιμισμένη», Γρυπ. β. «Ακυβέρνητες πολιτείες», Τσίρκ.)3. η κυβέρνηση και η νομοθετική εξουσία («η πολιτεία ευθύνεται για την αύξηση τής εγκληματικότητας»)4. χώρα, τόπος («έφυγε για άλλες πολιτείες»)5. τρόπος, συμπεριφορά, δράση («βίος και πολιτεία τού αγίου Αθανασίου»)6. διοικητική υποδιαίρεση σε ορισμένα κράτη ή ομόσπονδη κρατική μονάδα σε άλλα («Ηνωμένες Πολιτείες τής Αμερικής»)7. φρ. α) «είναι βίος και πολιτεία» — έχει ζωή περιπετειώδη, επιλήψιμη ή ύποπτηβ) «προσωπική ένωση πολιτειών»διεθν. δίκ. μορφή ένωσης κρατών κατά την οποία τα συμμετέχοντα κράτη έχουν τον ίδιο ανώτατο άρχοντα αλλά καθένα από αυτά διατηρεί τη διεθνή του προσωπικότηταγ) «πραγματική ένωση πολιτειών»διεθν. δίκ. μορφή ένωσης κρατών κατά την οποία ο βαθμός συγχώνευσης τών επιμέρους πολιτειών είναι ιδιαίτερα έντονος, τα κύρια κρατικά όργανα είναι κοινά και τα συμμετέχοντα κράτη εμφανίζονται με ενιαία διεθνή προσωπικότητανεοελλ.-μσν.ο τρόπος διαχείρισης τών κοινώνμσν.-αρχ.ζωή, βίος («ἡ ἐν Βοιωτίᾳ πολιτεία», Πολ.)αρχ.1. ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος («οἷς γὰρ ἐστ' ἐν λόγοις ἡ πολιτεία, πῶς ἂν οὗτοι μὴ ἀληθεῑς ὦσιν», Δημοσθ.)2. διοίκηση, διακυβέρνηση («ἔχεις ἅπαντα πρὸς πολιτείαν ἃ δεῑ», Αριστοφ.)3. (περιλπτ.) τα μέτρα που εφαρμόζει μια κυβέρνηση («ἡ Κλεοφῶντος πολιτεία», Αισχίν.)4. η κατοχή δημόσιου αξιώματος5. δημοκρατικό πολίτευμα, δημοκρατία («ταῑς μὲν πολιτείαις πολεμοῡσι τὰς δὲ μοναρχίας συγκαθιστᾱσι», Ισοκρ.)7. κάθε είδος διοίκησης, ολιγαρχικής ή δημοκρατικής8. ελεύθερη κοινότητα («ὄλως ἄπιστον οἶμαι ταῑς πολιτείαις ἡ τυραννίς», Δημοσθ.)9. στον πληθ. αἱ πολιτεῑαιπαραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων («ἐν ταῑς στήλαις πρὸς ταῑς συμμαχίαις καὶ προξενίαις καὶ πολιτείαις οὗτος ἀναγράφεται», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.